πουλάδα — η νεαρή κότα, αλλ. πουλακίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεκτοριδεύς — ἀλεκτοριδεύς έως, ο (Α) [ἀλέκτωρ] μικρός αλέκτωρ ή μικρή αλεκτορίς, κοκοράκι, πουλάδα … Dictionary of Greek
κοκότα — η γυναίκα ελευθέριων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocotte «πουλάδα»] … Dictionary of Greek
νοσσίδα — η (Α νοσσίς) μικρή στην ηλικία κότα η οποία δεν έχει συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο τής ηλικίας της, πουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσίς με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός: νοσσός)] … Dictionary of Greek
πουλακίδα — και παλ. τ. πουλλακίδα, η, Ν η πουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλάκι + κατάλ. ίδα] … Dictionary of Greek
πουλλάδα — η, Ν βλ. πουλάδα … Dictionary of Greek
ακτίτουρος — (actiturus). Πτηνά της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των μακροτάρσων. Έχουν ράμφος μακρύ, πόδια γυμνά και ψηλά, στα οποία τα δάκτυλα είναι ενωμένα με ανθεκτική μεμβράνη, μακριά ουρά και ζουν κοντά στη θάλασσα, στα ποτάμια και στις… … Dictionary of Greek
πουλακίδα — η βλ. πουλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρνιθα — όρνιθα, η και ορνίθι, το κότα, πουλάδα: Διώξε τις όρνιθες (ή τα ορνίθια) από τον κήπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)